Search
el-GRen-GB
Language

Τριμηνιαίες Εκθέσεις

Τριμηνιαία Έκθεση, Δεκέμβριος 2025

Κύρια σημεία της Τριμηνιαίας Έκθεσης (Δεκέμβριος 2025)

Η Ελληνική οικονομία παρουσιάζει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα σε ένα ασταθές και αβέβαιο διεθνές περιβάλλον όπου κυριαρχεί η αναδιάταξη των εμπορικών συσχετισμών, ενώ μεγάλες οικονομίες βρίσκονται αντιμέτωπες με διευρυμένα κρατικά χρέη και πίεση για δημοσιονομικές προσαρμογές. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) κατέγραψε αύξηση 2,0% το τρίτο τρίμηνο του 2025 σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2024 σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος στην Ευρωζώνη είναι 1,4%. Σε αυτή την επίδοση συνετέλεσαν η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (2,4%), η αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (1,7% συνολικά, 1,1% για υπηρεσίες και 1,7% για αγαθά) και η αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης (1,0%). Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 12,8% με αύξηση σε όλες τις συνιστώσες. Θετική για τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ ήταν η συμβολή της μείωσης των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (4,0% συνολικά, μείωση 0,8% για υπηρεσίες και μείωση 5,0% για αγαθά). Η βασική εκτίμηση του Γραφείου για τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ του έτους 2025 παραμένει στο 2,2%. Για το 2026 η βασική εκτίμηση του Γραφείου διαμορφώνεται στο 2,1% με εύρος πρόβλεψης 1,9%-2,6%.

Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα από τα μέσα του 2024 παρουσιάζει σημάδια ανθεκτικότητας παρά την ισχυρή διαφαινόμενη τάση επιστροφής στον στόχο του 2,0% από την αρχή του 2024. Ο πληθωρισμός (ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) ανήλθε τον Νοέμβριο του 2025 στο 2,8% σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ελαφρώς μειωμένος σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2024 (3,0%). Ωστόσο παρουσιάζεται αυξημένος σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα (1,6%). Ο πληθωρισμός τροφίμων ανήλθε τον Νοέμβριο του 2025 στο 2,7%, έναντι 2,4% στην Ευρωζώνη. Ο πυρήνας του πληθωρισμού (δεν περιλαμβάνει την ενέργεια και τα μη επεξεργασμένα τρόφιμα), διαμορφώθηκε στο 2,7% τον Νοέμβριο του 2025, μειωμένος σε σχέση με τον Νοέμβριο του προηγούμενου έτους (3,6%) και αυξημένος σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα (1,7%). Στην Ευρωζώνη, τον Νοέμβριο, ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 2,1% ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού διαμορφώθηκε στο 2,4%. Ο εντονότερος πληθωρισμός των υπηρεσιών συντελεί στην ανθεκτικότητα του πυρήνα του πληθωρισμού. Συνολικά, η συγκέντρωση σημαντικού βάρους σε υπηρεσίες που αυξάνονται με ρυθμούς σαφώς υψηλότερους του γενικού δείκτη λειτουργεί ως βασικός μηχανισμός διατήρησης του πυρήνα πληθωρισμού σε σχετικά αυξημένα επίπεδα, περιορίζοντας τον ρυθμό αποκλιμάκωσης του συνολικού πληθωρισμού ακόμη και σε περιόδους υποχώρησης άλλων συνιστωσών.

Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα συνέχισε να μειώνεται. Σύμφωνα με τα τριμηνιαία στοιχεία της Eurostat, το εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας το γ’ τρίμηνο του 2025 ανήλθε σε 8,8% έναντι 9,5% το ίδιο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Ο αριθμός των ανέργων το γ’ τρίμηνο του 2025 ανήλθε σε 416 χιλιάδες άτομα, μειωμένος κατά 30 χιλιάδες άτομα σε σχέση με το γ’ τρίμηνο του 2024 (μείωση 6,7%). Παρότι οι γυναίκες συνεχίζουν να παρουσιάζουν σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας από τους άνδρες (11,0% και 7,0% το γ’ τρίμηνο του 2025, αντίστοιχα), σημειώθηκε μείωση και για τα δύο φύλα το τελευταίο έτος (από το γ’ τρίμηνο του 2024 στο ίδιο τρίμηνο του 2025): -0,8 ποσοστιαίες μονάδες για τους άνδρες και -0,7 για τις γυναίκες. H ανεργία των νέων 15-29 ετών μειώθηκε στο 16,6% το γ’ τρίμηνο του 2025 έναντι 17,3% το γ’ τρίμηνο του 2024 (μείωση κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες). Με βάση τα τριμηνιαία εποχικά διορθωμένα στοιχεία της Eurostat, το σύνολο των απασχολουμένων το γ’ τρίμηνο του 2025 ανήλθε σε 4,33 εκατομμύρια άτομα, αριθμός αυξημένος κατά 81 χιλιάδες άτομα σε σχέση με το γ’ τρίμηνο του 2024 (αύξηση 1,9%).

Σχετικά με τις δημοσιονομικές επιδόσεις, για το δεκάμηνο Ιανουαρίου - Οκτωβρίου 2025 το Ενοποιημένο Πρωτογενές Αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης με προσαρμογές καταγράφει πλεόνασμα 13.525 εκατ. ευρώ, μειωμένο κατά 1.356 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο δεκάμηνο του 2024. Τα φορολογικά έσοδα παρουσιάζουν σημαντική αύξηση, με κύριες πηγές αυτής να αποτελούν ο φόρος εισοδήματος κατά 2.349 εκατ. ευρώ, και τα έσοδα από τον ΦΠΑ κατά 1.814 εκατ. ευρώ. Στην πλευρά των δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισμού παρατηρείται αύξηση κατά 2.669 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο δεκάμηνο του 2024, η οποία αποδίδεται στην αύξηση των πρωτογενών δαπανών κατά 1.861 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής “Mind the Gap”, η Ελλάδα έχει κάνει πρόοδο στη σύγκλιση του “Κενού Συμμόρφωσης ΦΠΑ” (απολεσθέντα έσοδα από φοροδιαφυγή ΦΠΑ) προς τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης. Για το 2023 το κενό αυτό εκτιμάται στα 3 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί στο 11%, με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο στο 9,5%. ΄Οπως αναφέρει η έκθεση, μεταξύ των ετών 2019-2023, το ποσοστό αυτό μειώθηκε κατά 13%. Παρά την ανωτέρω πρόοδο, όμως, η Ελλάδα δε διαθέτει μηχανισμό για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας ενός εξαιρετικά μεγάλου αριθμού φορολογικών απαλλαγών (κόστους 18,82 δισ. ευρώ για το 2023 και 22,88 δισ. ευρώ για το 2024), και θα πρέπει να επιταχύνει τη διαμόρφωση στρατηγικής για την αξιολόγηση κινδύνων φορολογικής συμμόρφωσης.

***

Το παγκόσμιο μακροοικονομικό περιβάλλον διαμορφώνεται ολοένα και περισσότερο από την ενίσχυση του προστατευτισμού, την αναδιάταξη των προτεραιοτήτων πολιτικής στις μεγάλες οικονομίες και τη σταδιακή διολίσθηση προς ένα πιο κατακερματισμένο διεθνές σύστημα. Η επιβολή αυξημένων δασμών, οι επιλεκτικές εμπορικές συμφωνίες και η μετατόπιση του βάρους από το επίπεδο των δασμών στις επιπτώσεις τους σε τιμές, επενδύσεις και κατανάλωση τροφοδοτούν αυξημένη αβεβαιότητα και ασκούν πίεση στις εξαγωγικές επιδόσεις και στις επενδυτικές αποφάσεις. Η μέχρι σήμερα ανθεκτικότητα της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε προσωρινούς παράγοντες, όπως η επιτάχυνση της κατανάλωσης και των επενδύσεων (λόγω των επικείμενων δασμών), η συσσώρευση αποθεμάτων και η απορρόφηση του αυξημένου κόστους των δασμών από τα περιθώρια κέρδους μετά την αύξηση του πληθωρισμού που ακολούθησε την πανδημία, και όχι σε διατηρήσιμη βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών. Καθώς οι βραχυπρόθεσμες αυτές “ανάσες” εξαντλούνται, ο αυξημένος εμπορικός και γεωοικονομικός κατακερματισμός αναμένεται να λειτουργήσουν ως φραγμοί στην παγκόσμια ανάπτυξη. Ο συνδυασμός υψηλών επιτοκίων δανεισμού, διευρυμένων κρατικών χρεών, και ασθενούς ρυθμού ανάπτυξης, δημιουργεί πίεση για δημοσιονομική προσαρμογή σε μεγάλες οικονομίες και έντονη μεταβλητότητα στις αγορές κρατικών χρεογράφων.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ΔΝΤ, στην έκθεση του Οκτωβρίου 2025, προβλέπει την παγκόσμια ανάπτυξη να διαμορφωθεί στο 3,2% για το 2025, αυξημένη σε σχέση με την πρόβλεψη του Ιουλίου 2025 κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες και 3,1% το 2026 (η οποία παρέμεινε αμετάβλητη). Για την Ευρωζώνη η πρόβλεψη για το 2025 διαμορφώθηκε στο 1,2% επίσης αυξημένη κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με την πρόβλεψη του Ιουλίου 2025, ενώ για το 2026 μειώθηκε κατά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες με την πρόβλεψη να διαμορφώνεται στο 1,1%. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Φθινοπωρινές Προβλέψεις επισημαίνει ότι η οικονομική ανάπτυξη στην Ε.Ε. ξεπέρασε τις προσδοκίες κατά τους πρώτους εννέα μήνες του έτους, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται ταχύτερα από ό,τι προέβλεπαν οι Εαρινές Προβλέψεις. Η καλύτερη αυτή επίδοση αποδίδεται κυρίως στην έντονη άνοδο των εξαγωγών πριν από την εφαρμογή των υψηλότερων δασμών, αλλά και σε ισχυρότερες του αναμενόμενου επενδύσεις σε εξοπλισμό και άυλα περιουσιακά στοιχεία, ενισχύοντας τις προοπτικές παραγωγικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας. Οι προβλέψεις για τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ της Ευρωζώνης είναι 1,3% για το 2025, 1,2% για το 2026 και 1,4% για το 2027 (από 0,9% για το 2025 και 1,4% για το 2026 στις Εαρινές Προβλέψεις). O ΟΟΣΑ, στην πρόσφατη επικαιροποίηση των προβλέψεών του τον Δεκέμβριο του 2025, διατήρησε σταθερές τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας για το 2025 και το 2026, σε σχέση με την έκθεση του Σεπτεμβρίου. Ειδικότερα, εκτιμάται ότι η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 3,2% το 2025 και 2,9% το 2026. Η ανάπτυξη στις Ηνωμένες Πολιτείες αναθεωρήθηκε προς τα πάνω κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες για το 2025 και το 2026, με την πρόβλεψη του ΟΟΣΑ για τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ να ανέρχεται στο 2,0% για το 2025 και στο 1,7% για το 2026. Η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη αναθεωρήθηκε προς τα πάνω κατά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες για το 2025 στο 1,3% , ενώ για το 2026, κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες στο 1,2%.

***

Highlight στην Έκθεση του ΓΠΚΒ, η ανάλυση της σχέσης μεταξύ του λόγου χρέους προς ΑΕΠ και της παραγωγικότητας που αποτελεί βασικό πυλώνα της ευημερίας των πολιτών. Τα ευρήματα τεκμηριώνουν την άποψη του Γραφείου ότι μία από τις προτεραιότητες πολιτικής πρέπει να αποτελεί η ταχεία μείωση του χρέους με παράλληλη ενίσχυση της παραγωγικότητας, και τελικά ενίσχυση των μισθών.

Η διεθνής βιβλιογραφία έχει τεκμηριώσει μια αρνητική —και συχνά μη γραμμική— σχέση μεταξύ δημοσίου χρέους και οικονομικής μεγέθυνσης, ιδίως όταν τα επίπεδα χρέους παραμένουν υψηλά για παρατεταμένες περιόδους. Καθώς για την Ελλάδα ο λόγος χρέους-ΑΕΠ είναι αρκετά υψηλός για μακρύ χρονικό διάστημα, το Γραφείο θεώρησε σημαντική την εμπειρική ανάλυση της ανωτέρω σχέσης. Πολλές μελέτες δείχνουν ότι όταν το χρέος υπερβαίνει το εύρος 90% έως 100% του ΑΕΠ, οι ρυθμοί ανάπτυξης τείνουν να εξασθενούν.

Στην Ελλάδα μπορούμε να διακρίνουμε δύο φάσεις στη σχέση χρέους-παραγωγικότητας: στην πρώτη φάση (1980-2008) τόσο η συνολική παραγωγικότητα όσο και η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνονται μαζί με το δημόσιο χρέος. Στη δεύτερη φάση (2009-2019), μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας και με το δημόσιο χρέος να έχει υπερβεί το 110% του ΑΕΠ, διαφαίνεται μια αρνητική σχέση, με τη συνολική παραγωγικότητα και την παραγωγικότητα της εργασίας να μειώνονται σημαντικά καθώς το δημόσιο χρέος αυξάνεται. Αυτές οι δύο διακριτές φάσεις μάς επιτρέπουν να εκτιμήσουμε ένα κατώφλι χρέους πάνω από το οποίο η σχέση χρέους-παραγωγικότητας αλλάζει από ουδέτερη σε σημαντικά αρνητική. Η εμπειρική διερεύνηση επιβεβαιώνει την ύπαρξη δύο καθεστώτων: κάτω από ένα κατώφλι το οποίο προσδιορίζεται στο εύρος χρέους (δηλαδή, λόγου χρέους-ΑΕΠ) 91%–105%, η σχέση χρέους–παραγωγικότητας εμφανίζεται ασθενής, ενώ πάνω από αυτό το εύρος χρέους η αύξηση του χρέους συνδέεται με στατιστικά σημαντική μείωση τόσο της συνολικής παραγωγικότητας όσο και της παραγωγικότητας της εργασίας.

Αξιοποιώντας τα ευρήματα αυτά, το Γραφείο υπολόγισε ότι κατά την διάρκεια της δεύτερης φάσης, που περιλαμβάνει τα έτη 2009 έως 2019, ο μέσος όρος αύξησης του λόγου χρέους-ΑΕΠ κατά 78 ποσοστιαίες μονάδες περίπου συνδέθηκε με απώλεια της συνολικής παραγωγικότητας κατά 13,1% και της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 12,7% σε σχέση με την μακροχρόνια τάση τους. Δεδομένου ότι η παραγωγικότητα έχει αποτελέσει τον βασικό μοχλό οικονομικής μεγέθυνσης στην Ελλάδα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, τα παραπάνω αποτελέσματα έχουν ιδιαίτερη σημασία στις προτεραιότητες οικονομικής πολιτικής. Δείχνουν ότι η σχέση δημοσίου χρέους με την παραγωγικότητα (και κατ’ επέκταση με το ΑΕΠ) αλλάζει ουσιωδώς όταν ο λόγος χρέους-ΑΕΠ υπερβεί την περιοχή του 100%: κάτω από αυτό το εύρος η σχέση είναι ουδέτερη, ενώ πάνω από αυτό η αύξηση του δημοσίου χρέους συνδέεται με χαμηλότερο επίπεδο συνολικής παραγωγικότητας και παραγωγικότητας της εργασίας. Οι ιδιωτικές επενδύσεις φαίνεται να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην επιβράδυνση της παραγωγικότητας και της οικονομικής μεγέθυνσης όταν το χρέος αυξάνεται, καθώς η μετάβαση στο ≪καθεστώς υψηλού χρέους≫ συμπίπτει με σημαντική πτώση του μεριδίου των ιδιωτικών επενδύσεων στο ΑΕΠ (από 13,8% στο καθεστώς χαμηλού χρέους σε 8,9% στο καθεστώς υψηλού χρέους). Η συσσώρευση δημοσίου χρέους πλήττει τις ιδιωτικές επενδύσεις με δύο βασικούς τρόπους. Πρώτον, η διόγκωση του χρέους και η επιδείνωση της πιστοληπτικής αξιοπιστίας αυξάνουν τα ασφάλιστρα κινδύνου και τα πραγματικά επιτόκια δανεισμού, περιορίζοντας την πρόσβαση του ιδιωτικού τομέα σε χρηματοδότηση – εξέλιξη που στην ελληνική κρίση χρέους οδήγησε σε εκτίναξη των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων και ουσιαστικό αποκλεισμό της χώρας από τις αγορές. Δεύτερον, η διατήρηση υψηλών επιπέδων χρέους οδηγεί σε στρεβλωτική χρηματοδότηση, μέσω αυξημένων φόρων στην εργασία και στο κεφάλαιο και περικοπών παραγωγικών δημοσίων δαπανών, μειώνοντας την καθαρή απόδοση του ιδιωτικού κεφαλαίου και αποθαρρύνοντας περαιτέρω τις ιδιωτικές επενδύσεις. Οι ασθενέστερες ιδιωτικές επενδύσεις μειώνουν το ΑΕΠ τόσο άμεσα, καθώς αποτελούν βασική συνιστώσα της συνολικής ζήτησης, όσο και έμμεσα μέσω της παραγωγικότητας. Χαμηλότερα ποσοστά επένδυσης συνεπάγονται βραδύτερη αύξηση του κεφαλαιακού αποθέματος και της κεφαλαιακής εμβάθυνσης, άρα χαμηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας, αλλά και καθυστέρηση στην ενσωμάτωση νέας τεχνολογίας και οργανωτικών καινοτομιών, γεγονός που περιορίζει τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών.

Τα ευρήματα από την ανάλυση της σχέσης χρέους-παραγωγικότητας τεκμηριώνουν την άποψη του Γραφείου ότι μία από τις προτεραιότητες πολιτικής πρέπει να αποτελεί η ταχεία μείωση του χρέους με παράλληλη ενίσχυση της παραγωγικότητας, και τελικά ενίσχυση των μισθών (σχέση παραγωγικότητας-μισθών, ΄Εκθεση ΓΠΚΒ, Ιούνιος 2024). Επίσης, τα συμπεράσματα για τις ιδιωτικές επενδύσεις στο πλαίσιο της σχέσης χρέους-παραγωγικότητας είναι χρήσιμα σχετικά με το μοχλό ανάπτυξης για τη μετά ΤΑΑ εποχή που θα αναφερθεί παρακάτω. Με βάση τα ευρήματα για τη σχέση χρέους-παραγωγικότητας, θετικό βήμα αποτελεί η πρόωρη αποπληρωμή χρέους ύψους 5,29 δισ. ευρώ από το Greek Loan Facility (GLF). Η αποπληρωμή αφορά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου λήξης μεταξύ 2033 και 2041, και θα πραγματοποιηθεί ύστερα από την απόφαση του European Stability Mechanism (ESΜ) και European Financial Stability Facility (EFSF) να αρθεί η υποχρέωση της Ελλάδας για αναλογική πρόωρη αποπληρωμή προς τον ESM και το EFSF. Η χρηματοδότησή της θα γίνει από τον ειδικό ταμειακό λογαριασμό διαθεσίμων που δημιουργήθηκε στο τέλος των μνημονίων. Η αποπληρωμή αυτή επιταχύνει τη μείωση του χρέους, βάζει τις βάσεις για περαιτέρω αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας, περιορίζει την έκθεση σε μελλοντικές αυξήσεις επιτοκίων και απαλλάσσει τον Κρατικό Προϋπολογισμό από σημαντικούς μελλοντικούς τόκους. Επίσης, με βάση και τα συμπεράσματα από την ανάλυση της σχέσης χρέους-παραγωγικότητας, η ανωτέρω αποπληρωμή έχει οφέλη και σε όρους παραγωγικότητας, καθώς οδηγεί ταχύτερα προς το κατώφλι κάτω από το οποίο η σχέση χρέους-παραγωγικότητας παύει να είναι αρνητική, με θετικές επιπτώσεις τελικά και στους μισθούς.

Για την μετά ΤΑΑ εποχή, τίθεται το κρίσιμο ερώτημα για τους βασικούς άξονες οικονομικής μεγέθυνσης. Με βάση τα συμπεράσματα από την ανάλυση της σχέσης χρέους-παραγωγικότητας, και κεφαλαιοποιώντας πάνω στη σημαντική δημοσιονομική και πολιτική σταθερότητα που έχει επιτευχθεί και στα θετικά σήματα που στέλνονται στις αγορές από την πρόωρη αποπληρωμή χρέους, τα ιδιωτικά επενδυτικά σχέδια μεγάλης κλίμακας θα πρέπει να αποτελέσουν σημαντικό μοχλό οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Τα σημαντικότερα εμπόδια για ιδιωτικές επενδύσεις περιλαμβάνουν: το κόστος ενέργειας, τη διαθεσιμότητα ανθρώπινου δυναμικού υψηλών προσόντων, την αβεβαιότητα για το μέλλον, και το ρυθμιστικό πλαίσιο. Ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων προϋποθέτει, συνεπώς, άρση των ανωτέρω εμποδίων.

 

 

 

Print
47

Documents to download

Επικοινωνία

Όροι χρήσηςPrivacy StatementCopyright 2025 Βουλή των Ελλήνων
Επιστροφή πάνω